- μεθίπταμαι
- μεθίπταμαι,A fly away to another place, App.Hisp.73(71), BC4.83.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεθίπταμαι — (Α) μεταβαίνω σε κάποιο τόπο πετώντας, πετώ αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek